- απλανητικό
- Αντικειμενικό οπτικό σύστημα που είναι ελεύθερο από σφαιρική χρωματική εκτροπή και παραμόρφωση. Αποτελείται από δύο χρωματικούς φακούς τοποθετημένους μπροστά και πίσω από το διάφραγμα. Στο α. ο αστιγματισμός, παρότι ελαττώνεται σημαντικά, εξακολουθεί να παραμένει. Η παραγωγή των α. μετριάστηκε σημαντικά με την εμφάνιση των αναστιγματικών.
Dictionary of Greek. 2013.